-
1 ἀνα-πλασμός
ἀνα-πλασμός, ὁ, Einbildung, Plut. Cons. ad Apol. p. 847 ὁ ἐκ τῶν ματαίων ἐλπίδων.
-
2 αναπλασμος
ὅ вымысел, плод воображения Sext.ἀ. ἐκ τῶν ματαίων ἐλπίδων Plut. — ложные надежды
1 ἀνα-πλασμός
ἀνα-πλασμός, ὁ, Einbildung, Plut. Cons. ad Apol. p. 847 ὁ ἐκ τῶν ματαίων ἐλπίδων.
2 αναπλασμος
ἀ. ἐκ τῶν ματαίων ἐλπίδων Plut. — ложные надежды